- ὁποδαπός
- ὁποδαπόςof what countrymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οποδαπός — ὁποδαπός και ιων. τ. ὁκοδαπός, ή, όν (ΑΜ) (σε πλάγ. ερώτ.) από ποια χώρα, από ποιο τόπο, από πού («ἐρωτέοντος... ὁποδαπὴ εἴη», Ηρόδ.). επίρρ... ὁποδαπῶς (Μ) από πού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁποδαπός έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής… … Dictionary of Greek
ὁποδαπῶν — ὁποδαπός of what country fem gen pl ὁποδαπός of what country masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁκοδαπή — ὁποδαπός of what country fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁκοδαπός — ὁποδαπός of what country masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποδαποί — ὁποδαπός of what country masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποδαπούς — ὁποδαπός of what country masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποδαπή — ὁποδαπός of what country fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποδαπῶς — ὁποδαπός of what country adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκοδαπός — ὁκοδαπός, ή, όν (Α) ιων. τ. βλ. οποδαπός … Dictionary of Greek